Είκοσι χρόνια μετά την κοίμηση του Γέροντος Σωφρονίου, ολοκληρώνουμε την έκδοση του γραπτού και προφορικού λόγου που μας άφησε με τους τρεις τόμους των ομιλιών του προς την αδελφότητα, με τίτλο Οικοδομώντας τον ναό του Θεού μέσα μας και στους αδελφούς μας*.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του, όταν οι σωματικές του δυνάμεις του το επέτρεπαν, μιλούσε συστηματικά στην αδελφότητα κάθε Δευτέρα πρωί από τις 10.30 ως τις 11.30, για να μεταδώσει, όπως αναφέρει σε μια από τις τελευταίες ομιλίες, "τον παλμό της καρδιάς του"1.
Δεν μιλούσε εύκολα σε κοινό για ό,τι είχε ζήσει και αφομοιώσει κατά τη μακρά περίοδο της ζωής του ως μοναχός, ούτε επέτρεπε σε μας να το κάνουμε. Ο Γέροντας μιλούσε για αυτά μόνο σε προσωπικό επίπεδο και μάλιστα κατ' επιλογήν.
Ο ίδιος είχε ζητήσει να μαγνητοφωνηθούν οι ομιλίες αυτές, παρόλο που ποτέ άλλοτε δεν το επέτρεπε, με σκοπό να απομαγνητοφωνηθούν και να μεταφρασθούν στη συνέχεια προς οικοδομή των αδελφών που είχαν προσέλθει πρόσφατα στη Μονή. Μέχρι τότε ο Γέροντας στις γενικές συνάξεις μας μιλούσε στα γαλλικά, μια γλώσσα προσιτή σε όλους μας τότε. Ειδικά όμως στις συνάξεις αυτές μας παρακάλεσε να του επιτρέψουμε να μιλά κάποτε και στα ρωσικά, τη μητρική του γλώσσα, για να μπορεί να εκφράζεται πιο εύκολα, ώστε να μας διευκολύνει στη μετέπειτα καταγραφή και μετάφρασή τους. Έχοντας μπροστά μας τον γραπτό του πια λόγο σκεφτήκαμε ότι αυτός δεν μπορεί να δόθηκε μόνον για μας. Θεωρήσαμε ότι έπρεπε να τον προσφέρουμε σε όλους εκείνους που αγαπούν τον λόγο του και προστρέχουν σε αυτόν.
Στα ρωσικά έχουν ήδη κυκλοφορήσει δύο τόμοι με τις ομιλίες που έγιναν στη γλώσσα αυτή.
Στην παρούσα τρίτομη ελληνική έκδοση περιλαμβάνονται κατά χρονολογική σειρά οι ομιλίες που περιέχονται στους δύο τόμους της ρωσικής εκδόσεως, καθώς και οι υπόλοιπες που έγιναν στα γαλλικά.
Ο Γέροντας Σωφρόνιος επί τριάντα χρόνια σιωπούσε, όπως γράφει2. Αισθανόμενος όμως ότι πλησιάζει το τέλος του, άρχισε να μιλά. Βιαζόταν να μεταδώσει αυτά που ήθελε να πει, για να έχει τη συνείδησή του ήσυχη ότι μας μίλησε για το ουσιώδες, γι' αυτό που θεωρούσε ότι έπρεπε να γνωρίζουμε. Ο Θεός του έδωσε τον χρόνο που χρειαζόταν και κατάφερε να κλείσει τον κύκλο που άρχισε, ώστε αν φθάσει ως την αποχαιρετιστήρια ομιλία του, λίγο καιρό πριν φύγει. Ήδη μας έχει αφήσει προ πολλού τη "διαθήκη" του και μια προσευχή για την ενότητα της αδελφότητος.
Όταν διαβάζει κανείς τις ομιλίες αυτές, θα πρέπει να έχει υπ' όψιν του ότι ο Γέροντας δεν προετοιμαζόταν γι' αυτές3. Άλλωσε, λόγω της φυσικής του καταστάσεως, δεν είχε πρόσβαση σε γραπτά κείμενα. Ήταν σχεδόν τυφλός, κωφός, υπερήλικας -άρχισε όταν ήταν περίπου στα 93 και τελείωσε στα 96- άρρωστος από καρκίνο και υπέφερε από ισχυρούς πόνους4. Μιλούσε δε άλλοτε σε μια γλώσσα που δεν χρησιμοποιούσε συχνά (τα ρωσικά) και άλλοτε σε μια άλλη που δεν ήταν η μητρική του (τα γαλλικά). Γνώριζε μάλιστα ότι πολλοί από το ακροατήριο δεν προσλάμβαναν άμεσα τα λεγόμενά του αλλά μέσω μετάφρασης που γινόταν ταυτόχρονα.
Επαναλάμβανε συχνά τα ίδια παραδείγματα, την ίδια ιδέα ή έκανε αναφορά σε γεγονότα για τα οποία είχε επανειλημμένως μιλήσει, τα χρησιμοποιούσε όμως σε διαφορετικά συμφραζόμενα για να τονίσει κάθε φορά κάτι διαφορετικό. Άλλοτε πάλι επανερχόταν στα ίδια από την έκπληξη και τον θαυμασμό του για τον τρόπο που ενεργεί ο Κύριος. Βιαζόταν να φύγει και δεν έπαυε να εκφράζει την ευγνωμοσύνη του στον Θεό που τον οδήγησε στα πόδια του αγίου Σιλουανού, τον οποίο τόσο αγαπούσε, σεβόταν και θαύμαζε! Φαινόταν σαν να πίστευε ότι δεν είχε πει αρκετά για τον μεγάλο αυτόν άνδρα, ο οποίος ενώ ήταν νέος χωρικός, φτωχός και σχεδόν αγράμματος, μετά την όραση του Χριστού προσευχόταν για όλο τον Αδάμ. Και αυτόν ουσιαστικά περιγράφει, όταν αναπτύσσει το θέμα περί υποστάσεως στα γραπτά του κείμενα.
Στις προφορικές παραινέσεις του ο Γέροντας Σωφρόνιος διηγείται αυτά που έζησε και γνωρίζουμε ήδη από τα βιβλία του. Παράλληλα όμως αναφέρεται και σε άλλα, για τα οποία ποτέ δεν είχε μιλήσει ούτε είχε αναπτύξει τόσο ξεκάθαρα, επί παρουσία πολλών ανθρώπων, όπως για παράδειγμα, η γέννηση του λόγου μέσα στην καρδιά του ανθρώπου, η εμπειρία του "Εγώ ειμί ο Ων", η υπακοή, η ενότητα κλπ.
Κάθε Δευτέρα προσπαθούσε με τον λόγο και τη στάση του να μας παρουσιάζει την ένταση της ζωής εν τω Θεώ, τον "εσχατολογικό μαξιμαλισμό του μοναχού"5, τη ζωή στην προοπτική της αντεστραμμένης πυραμίδος. Τον ακραίο συναγωνισμό στην ταπείνωση και την αγάπη, την αποφυγή κάθε τάσης για εξουσία και κυριαρχία στον αδελφό6, αρετή που χαρακτηρίζει τον αναγεννημένο εν Χριστώ άνθρωπο. Δεν έπαυε να επαναλαμβάνει την προσευχή "Καταξίωσον Κύριε... αναμαρτήτους φυλαχθήναι ημάς" ως σκοπό της ταπεινής και προσγειωμένης ασκήσεως. Ήθελε να μας μεταδώσει όλα όσα του έδωσε ο Θεός να γνωρίσει. Και ακριβώς επειδή πάντα αναφερόταν στον όλο Αδάμ, δεν θελήσαμε να κρατήσουμε τον λόγο του μόνο για τον εαυτό μας. Δεν παραλείψαμε μάλιστα και ορισμένες προσωπικές παρατηρήσεις του για την εσωτερική μας ζωή, ώστε να τις θυμόμαστε εμείς, αλλά και όσοι θα μπορούσαν να βγουν και να πάρουν από αυτές κάτι ωφέλιμο.
Ορισμένα πράγματα που αναφέρει για τα τυπικά και τους κανόνες7, ίσως να μην εφαρμόζονται σε άλλους χώρους. Τόνιζε πάντα ότι μιλούσε για μας.
Αρνητική ήταν η στάση του για τη στεγνή ακαδημαϊκή θεολογία8, όταν πιστεύει πως από μόνη της μπορεί να οδηγήσει στη γνώση του Θεού, όσο και για την υπεροπτική προβολή της εμπειρικής θεολογίας.
Όταν συνέκρινε τον μοναχισμό με την ιερωσύνη9, είχε στον νου του από τη μια μεριά "τον μηδέ έχοντα παρά θύραθεν παιδεία κληρικό" και από την άλλη "τον ικέτη υπέρ όλου του κόσμου μοναχό". Με αυτή την προοπτική, η ζωή του πνεύματος του δευτέρου, που διαπνέεται από τη βασιλική ιερωσύνη του Χριστού, είναι ανώτερη, ενώ η θεσμική ιερωσύνη του πρώτου δεν αρκεί για την ιερουργία της σωτηρίας του. Αυτά συγκρίνονται σε μια προσπάθεια να τονισθούν οι δύο ακραίες περιπτώσεις και να αναδειχθεί το "χρυσό μέσον".
Ζούσε την κάθε σύναξη ως λειτουργική πράξη10. Μιλούσε αργά, σε μια ατμόσφαιρα μυσταγωγική, σαν να έλεγε τις ευχές της αναφοράς, έχοντας τα μάτια κλειστά και τα άνοιγε όταν τελείωνε, μία ώρα μετά. Ιερουργούσε ο λόγος του και μετέδιδε πνεύμα.
Κάποτε, όπως έλεγε ο Γέροντας σε έναν από τους μοναχούς του, ο λόγος ερχόταν μετά την προσευχή του σαν αστραπή, ο νους του όμως λόγω του γήρατος δεν είχε πια τη γρηγοράδα, που είχε νωρίτερα, να τον συλλαμβάνει με λεπτομέρεια, γι' αυτό και όταν τον εξέφραζε φαινόταν κατά κάποιον τρόπο ελλιπής. Σε ορισμένες περιπτώσεις, ευτυχώς λίγες, πρόφερε μισή τη φράση ή σταματούσε με απορία, σκόπιμα ίσως για να βγάλουμε μόνοι μας το συμπέρασμα. Άλλοτε πάλι μιλούσε επιγραμματικά στην προσπάθειά του να μην παραλείψει τίποτα απο τον λόγο που του έδινε η προσευχή του. Σε τέτοιες περιπτώσεις έπρεπε να τον γνωρίζεις για να μπορέσεις να αποκωδικοποιήσεις τον λόγο του.
Καθώς διαβάζουμε τώρα τις γραπτές πλέον ομιλίες, ξαναθυμόμαστε τη ζωή του μαζί μας και τον λόγο του που θεράπευε. Ευχόμαστε σε όσους τον προσεγγίσουν με ταπείνωση και διάθεση μαθητείας να αισθανθούν την ίδια ενέργεια του λόγου του στην καρδιά τους.
__________
* Οι παραπομπές στο τρίτομο αυτό έργο θα γίνονται με τη δήλωση του αριθμού του τόμου.
1. Γ' τόμος, σ. 328.
2. Α' τόμος, σ. 318.
3. Ό.π., σσ. 98, σ. 126, 311 κ.ά.
4. Ό.π., σ. 33 κ.ά.
5. Β' τόμος, σ. 148.
6. Γ' τόμος, σσ. 22, 287 κ.ά.
7. Α' τόμος, σσ. 43, 144 κ.έ.
8. Ό.π., σσ. 95, 187 κ.ά.
9. Ό.π., σσ. 308, 326 κ.ά.
10. Ό.π., σ. 21.