Καθώς τα χρώματα της δύσης είχαν γίνει μια λεπτή γραμμή που ετοιμαζόταν να σβήσει κάτω απ' την πίεση του μαύρου νυχτερινού ουρανού, ο Μανωλιός ζάρωσε σιμά στον Κωνσταντίνο στο ψαλτήρι κι άρχισε να μουρμουρίζει:
"Καλά τον λένε τ' άλλα παιδιά "ο Κωνσταΐνης ο παπάς"! Κι άντε να κάνει μια ακολουθία, αλλά δύο;"
- Σώπα, βρε κοπελάκι! Έλα, πες το "Πάτερ ημών" που το ξέρεις..., είπε ο Κωστής, που δνε έδινε σημασία στα μουρμουρητά του.
Δεν ήταν η πρώτη φορά, άλλωστε, που άκουγε να τον αποκαλούν "Κωνσταΐνη παπά"... Έτσι τον φώναζαν τα παιδιά, γιατί του άρεσε να πηγαίνει στην εκκλησία από νήπιο. Πιότερο κι απ' τα παιχνίδια στις γειτονιές αγαπούσε να πηγαίνει στις εκκλησιές να προσεύχεται. Και βοηθούσε τον παπα-Γιάννη σε ό,τι μπορούσε.
Η αφηγηματική βιογραφία του μικρού Κωνσταντίνου, μετέπειτα μοναχού Σωφρονίου και Αγίου Γέροντος Ευμενίου, ζωντανεύει μέσα από τις σελίδες του βιβλίου αυτού, φέρνοντας μικρούς και μεγάλους αναγνώστες εγγύτερα στον νεοφανή Άγιο Ευμένιο και στους ανεκτίμητους θησαυρούς που όλοι οι βίοι των Αγίων μας κρύβουν.